- πομπώδης
- [помбодис] επ. торжественный, пышный, помпезный, напыщенный
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
πομπώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που γίνεται με πομπή, ο επιδεικτικός: Εκεί κάτω κοιτάξατε, φθάνει ο πομπώδης στρατός των εχθρών (Ζαλοκώστας) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πομπώδης — ές, Ν [πομπή] 1. αυτός που εμφανίζεται σαν να γίνεται σε πομπή, επιδεικτικός, στομφώδης 2. γεμάτος μεγαλείο, μεγαλοπρεπής, πανηγυρικός. επίρρ... πομπωδώς με πομπώδη τρόπο … Dictionary of Greek
σεμνός — ή, ό / σεμνός, ή, όν, ΝΜΑ σοβαρός, ευπρεπής, κόσμιος (α. «είναι σεμνός και συνετός νέος» β. «διακόνους ὡσαύτως σεμνούς, μὴ διλόγους», ΚΔ) νεοελλ. 1. συνεσταλμένος, ντροπαλός 2. συνετός, μετριόφρονας μσν. νέος, νεαρός, μικρός (ἅμα τῆς ἑαυτοῡ… … Dictionary of Greek
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
αγλαΐα — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μία από τις τρεις Χάριτες, κόρη του Δία και της Ευρυνόμης, προσωποποίηση της ευθυμίας. Κατά τον Ησίοδο ήταν η νεότερη από τις τρεις Χάριτες και σύζυγος του Ηφαίστου. 2. Σύζυγος του Αμυθάονα, από τον οποίο γέννησε… … Dictionary of Greek
ακροκυματώ — ἀκροκυματῶ ( όω) (Α) (μόνο στη μτχ. ἀκροκυματοῡσα) αυτή που πλέει στην κορυφή τών κυμάτων (η λ. εμπαίζεται ως πομπώδης από τον Λουκιανό). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + κυματῶ ( όω)] … Dictionary of Greek
διθυραμβώδης — ες (Α διθυραμβώδης) [διθύραμβος] 1. αυτός που μοιάζει με διθύραμβο 2. πομπώδης, μεγαλόστομος … Dictionary of Greek
δικανικός — ή, ό (AM δικανικός, ή, όν) (για λόγο) αυτός που εκφωνείται στο δικαστήριο νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο δικανικός 1. ο δικανικός λόγος, η αγόρευση στο δικαστήριο 2. ομιλία επιθετική και πομπώδης αρχ. 1. (για πρόσωπο) ο έμπειρος στις δίκες, ο… … Dictionary of Greek
ευπάρυφος — εὐπάρυφος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που φορεί φόρεμα με ωραία πορφυρή παρυφή 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ εὐπάρυφος το ωραίο ένδυμα 3. το ουδ. ως ουσ. τὰ εὐπάρυφα τα πολυτελή ενδύματα με εξαιρετική ύφανση που φορούσαν οι πλούσιοι, οι άρχοντες 4. μτφ. πλούσιος,… … Dictionary of Greek
ευρυστομία — η (Μ εὐρυστομία) [ευρύστομος] το να έχει κάποιος ευρύ στόμα, η πλατυστομία μσν. 1. το να προφέρει κάποιος τις λέξεις με στόμφο, με επιτηδευμένη μεγαλοπρέπεια 2. πομπώδης γλώσσα … Dictionary of Greek
θεατρικός — ή, ο (AM θεατρικός, ή, όν, Α ιων. τ. θεητρικός) [θέατρο] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θέατρο (α. «θεατρικός συγγραφέας» β. «θεατρική μουσική», Αριστοτ.) 2. μτφ. προσποιητός, επιδεικτικός, πομπώδης «θεατρική χειρονομία») 3. το ουδ. ως ουσ … Dictionary of Greek